- ὠτάγρα
- ὠτ-άγρα, ἡ, Ohrenzwang, ein Marterwerkzeug
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ωτάγρα — ἡ, Α βασανιστήριο όργανο για τα αφτιά («δακτυλήθρα, ποδοστράβη, πιεστήριον, ῥινολαβία, ὠτάγρα», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἄγρα (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek